διαρρύθμιση

διαρρύθμιση
η
διάταξη, διαμόρφωση: Η διαρρύθμιση των γραφείων σε κάθε όροφο είναι κυκλική.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διαρρύθμιση — η διευθέτηση, τακτοποίηση …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • αναδιαρρύθμιση — η η εκ νέου διαρρύθμιση, τακτοποίηση, οργάνωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτ. λόγιο σύνθ. < ανα * + διαρρύθμιση] …   Dictionary of Greek

  • πολεοδομία — Σε αντίθεση με τον κατά παράδοση ορισμό της π. ως τέχνης οικοδόμησης των πόλεων, που ίσχυε μέχρι την εποχή που οι πολεοδομικοί οργανισμοί μπορούσαν να θεωρηθούν ότι υπόκεινται σε αργή και προβλεπόμενη ανάπτυξη, η σύγχρονη π., αναλαμβάνοντας πριν… …   Dictionary of Greek

  • Γλασκόβη — (Glasgow).Πόλη (578.710 κάτ. το 2001) της Σκοτίας. Είναι χτισμένη εκατέρωθεν του ποταμού Κλάιντ, 35 χλμ. από τις εκβολές του. Η πόλη αποτελεί το κέντρο της διοικητικής περιφέρειας Γκλάσκοου Σίτι (Glasgow City). Μαζί με τα βιομηχανικά της προάστια …   Dictionary of Greek

  • Λόος, Άντολφ — (Adolf Loos, Μπρνο Μοραβίας 1870 – Βιέννη 1933). Αυστριακός αρχιτέκτονας. Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του, ταξίδεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου παρέμεινε τρία χρόνια (1893 96) και επηρεάστηκε βαθιά από την πρωτότυπη αντίληψη του χώρου ορισμένων …   Dictionary of Greek

  • Παρίσι — (Paris) Πρωτεύουσα της Γαλλίας και ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά, πνευματικά, εμπορικά, βιομηχανικά και οικονομικά κέντρα του κόσμου. Από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές γύρω από το αστικό κέντρο του Παρισιού ξεχωρίζουν οι: Αρζαντέιγ, Ανιέρ… …   Dictionary of Greek

  • αερολιμένας — Βλ. λ. αεροδρόμιο. * * * ο 1. σύνολο τεχνικών και εμπορικών εγκαταστάσεων αναγκαίων για την εκμετάλλευση και τη διεκπεραίωση τών εναέριων μεταφορών 2. οργανισμός επιφορτισμένος με τη διαρρύθμιση, εκμετάλλευση και ανάπτυξη ενός τέτοιου… …   Dictionary of Greek

  • αμάξωμα — Μέρος του οχήματος που καλύπτει, συνδέει και προφυλάσσει τον μηχανισμό του και επιπλέον στεγάζει τους επιβάτες και το φορτίο. Η καθιερωμένη τεχνική προβλέπει α. με μόνο προορισμό την κάλυψη, προσαρμοσμένα σε πλαίσια, ενώ πολυάριθμες σύγχρονες… …   Dictionary of Greek

  • ανακαταρτισμός — ο νέος καταρτισμός, αναδιοργάνωση, νέα διαρρύθμιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακαταρτίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα «Ακρόπολις»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”